- μεριτεύομαι
- μεριτεύομαι (Α) [μερίτης]μοιράζομαι κάτι με άλλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεριτεύονται — μεριτεύομαι divide among themselves pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριτεία — μεριτεία, ἡ (Α) [μεριτεύομαι] 1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία» … Dictionary of Greek